καρφόπιασμα

καρφόπιασμα
το [καρφοπιάνω]
1. το κάρφωμα
2. το εγκαθήλωμα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηλόνυξη — η (στα πεταλωμένα ζώα) ο τραυματισμός από τα καρφιά τών πετάλων στον ιστό τού κάτω μέρους τής οπλής τών αλόγων, καρφόπιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + νύξη «κέντρισμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”